τεθρυμμένως: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tethrymmenos | |Transliteration C=tethrymmenos | ||
|Beta Code=teqrumme/nws | |Beta Code=teqrumme/nws | ||
|Definition=Adv., (θρύπτω) [[wantonly]], [[effeminately]], Plu.2.801a. | |Definition=Adv., ([[θρύπτω]]) [[wantonly]], [[effeminately]], Plu.2.801a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> με θηλυπρεπή τρόπο («τοῖς ἀσελγῶς καὶ [[τεθρυμμένως]] ζῶσιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεθρυμμένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. [[θρύπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> με θηλυπρεπή τρόπο («τοῖς ἀσελγῶς καὶ [[τεθρυμμένως]] ζῶσιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεθρυμμένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. [[θρύπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[effeminately]]=== | |||
Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: [[θηλυπρεπώς]]; Ancient Greek: [[ἀνάνδρως]], [[γυναικείως]], [[γυναικικῶς]], [[γυναικοπρεπῶς]], [[θηλυδριωδῶς]], [[Ἰωνικῶς]], [[κεκλασμένως]], [[μαλακῶς]], [[μαλθακῶς]], [[τεθρυμμένως]]; Italian: [[effemminatamente]], [[effeminatamente]]; Polish: po babsku; Portuguese: [[efeminadamente]]; Spanish: [[afeminadamente]], [[femenilmente]] | |||
}} | }} |
Revision as of 08:33, 23 March 2023
English (LSJ)
Adv., (θρύπτω) wantonly, effeminately, Plu.2.801a.
German (Pape)
[Seite 1079] adv. part. perf. pass. vou θρύπτω, weichlich, schwelgerisch, Plut. reip. ger. praec. 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
mollement, d'une manière efféminée.
Étymologie: τέθρυμμαι.
Russian (Dvoretsky)
τεθρυμμένως: [от part. pf. pass. к θρύπτω в неге, среди роскоши (ζῶντες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τεθρυμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θρύπτω, μαλθακῶς, θηλυπρεπῶς, ἡδυπαθῶς, τοῖς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν Πλούτ. 2. 801Α.
Greek Monolingual
Α
επιρρ. με θηλυπρεπή τρόπο («τοῖς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθρυμμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. θρύπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Translations
effeminately
Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: θηλυπρεπώς; Ancient Greek: ἀνάνδρως, γυναικείως, γυναικικῶς, γυναικοπρεπῶς, θηλυδριωδῶς, Ἰωνικῶς, κεκλασμένως, μαλακῶς, μαλθακῶς, τεθρυμμένως; Italian: effemminatamente, effeminatamente; Polish: po babsku; Portuguese: efeminadamente; Spanish: afeminadamente, femenilmente