αρτοκόπος: Difference between revisions
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτοκόπος]] και | |mltxt=[[ἀρτοκόπος]] και [[ἀρτοπόπος]], ο, η (Α)<br />ο [[αρτοποιός]], αυτός που παρασκευάζει [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτοπόκος</i>, με [[μετάθεση]] <span style="color: red;"><</span> [[αρτοπόπος]], με [[ανομοίωση]]. Το β' συνθετικό -<i>ποπος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>k</i><sup>w</sup><i>opos</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>pok</i><sup>w</sup><i>os</i>, με [[μετάθεση]]) ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>pek</i><sup>w</sup>- «[[ψήνω]], [[μαγειρεύω]]» (πρβλ. [[πέσσω]] «[[μαλακώνω]], [[ωριμάζω]], [[μαγειρεύω]]», [[πέπων]] «ο ώριμος, αυτός που έγινε [[μαλακός]] από τον ήλιο»). Ο [[πρωταρχικός]] τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: <i>α</i>-<i>to</i>-<i>po</i>-<i>qo</i>, όπου παρατηρείται [[διατήρηση]] του χειλοϋπερωικού <i>k</i><sup>w</sup>, το οποίο δηλώνεται με το [[συλλαβόγραμμα]] <i>q</i>. Σύμφωνα όμως με νεώτερη [[άποψη]], το β' συνθετικό -[[κόπος]] του τ. [[αρτοκόπος]] συνδέεται με το [[κόπτω]] και όχι με το [[πέσσω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 29 March 2023
Greek Monolingual
ἀρτοκόπος και ἀρτοπόπος, ο, η (Α)
ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β' συνθετικό -ποπος < -kwopos (< -pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα pekw- «ψήνω, μαγειρεύω» (πρβλ. πέσσω «μαλακώνω, ωριμάζω, μαγειρεύω», πέπων «ο ώριμος, αυτός που έγινε μαλακός από τον ήλιο»). Ο πρωταρχικός τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: α-to-po-qo, όπου παρατηρείται διατήρηση του χειλοϋπερωικού kw, το οποίο δηλώνεται με το συλλαβόγραμμα q. Σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη, το β' συνθετικό -κόπος του τ. αρτοκόπος συνδέεται με το κόπτω και όχι με το πέσσω.