Συρακούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Syrakousios
|Transliteration C=Syrakousios
|Beta Code=&#42;surakou/sios
|Beta Code=&#42;surakou/sios
|Definition=v. sub [[Συράκουσαι]].
|Definition=[[Syracusan]]; v. sub [[Συράκουσαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σῡρᾱκούσιος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. Σῠρηκούσιος 3 сиракузский Her., Dem.<br /><b class="num">[[Συρακούσιος|Σῠρᾱκούσιος]]:</b> <b class="num">II</b> ион. Σῠρηκούσιος ὁ сиракузец Pind. etc.
|elrutext='''Σῡρᾱκούσιος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. Σῠρηκούσιος 3 [[сиракузский]] Her., Dem.<br /><b class="num">II</b> [[Συρακούσιος|Σῠρᾱκούσιος]] ион. Σῠρηκούσιος ὁ [[сиракузец]] Pind. etc.
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 18 April 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Συρακούσιος Medium diacritics: Συρακούσιος Low diacritics: Συρακούσιος Capitals: ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: Syrakoúsios Transliteration B: Syrakousios Transliteration C: Syrakousios Beta Code: *surakou/sios

English (LSJ)

Syracusan; v. sub Συράκουσαι.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Syracuse, Syracusain.
Étymologie: Συράκουσαι.

Greek Monolingual

και Συρακόσιος, -α, -ο / Συρακόσιος και Συρακούσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. Συρακοσεύς, -έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, -ία, -ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α
Συράκουσαι / Συράκοσαι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Συρακούσες
2. (για πρόσ.) αυτός που κατάγεται από την παραπάνω νήσο της Σικελίας
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Συρακουσιος και η Συρακουσια ή Συρακουσία
ο κάτοικος τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις Συρακούσες
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακουσία
(ενν. χώρα) η χώρα τών Συρακουσών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακοσσίς
η γλώσσα τών Συρακουσίων
3. παροιμ. φρ. «Συρακοσία τράπεζα» — πολυτελές γεύμα (Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

Σῡρᾱκούσιος:
I ион. Σῠρηκούσιος 3 сиракузский Her., Dem.
II Σῠρᾱκούσιος ион. Σῠρηκούσιος ὁ сиракузец Pind. etc.