κουφόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "<i>Meteor</i>" to "<i>Meteor</i>")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>eine Steinart</i>, Alex.Aphrod. zu Arist. <i>Meteor</i>. 4.
|ptext=ὁ, <i>eine [[Steinart]]</i>, Alex.Aphrod. zu Arist. <i>Meteor</i>. 4.
}}
}}

Revision as of 09:23, 25 April 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφολῐθος Medium diacritics: κουφόλιθος Low diacritics: κουφόλιθος Capitals: ΚΟΥΦΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: kouphólithos Transliteration B: koupholithos Transliteration C: koufolithos Beta Code: koufoliqos

English (LSJ)

ὁ, talc or talc-powder, PHolm.2.21, al., PLeid.X.6, Alex.Aphr.in Mete.161.6, 15, Aët.2.68.

Greek (Liddell-Scott)

κουφόλῐθος: ὁ, λευκός τις λίθος τριβόμενος εἰς κόνιν καὶ ἀναμιγνυόμενος μετὰ πορφυροῦ χρώματος πρὸς παρασκευὴν χρώματος ἐρυθροῦ, Ἀλέξανδρ. Ἀφροδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ., Ἀέτ.

Greek Monolingual

ο (Α κουφόλιθος)
σκόνη από κονιορτοποιημένο λευκό λίθο που τον χρησιμοποιούσαν στη χρωματουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (II) + -λιθος (< λίθος), πρβλ. ογκόλιθος, σχιστόλιθος].

German (Pape)

ὁ, eine Steinart, Alex.Aphrod. zu Arist. Meteor. 4.