λιποτάξιον: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipotaksion | |Transliteration C=lipotaksion | ||
|Beta Code=lipota/cion | |Beta Code=lipota/cion | ||
|Definition=τό, [[desertion]], λ. διαπεπραγμένοι | |Definition=τό, [[desertion]], λ. διαπεπραγμένοι Ph.2.132:—elsewhere in gen. [[λιποταξίου γραφή]], [[indictment for desertion]], Pl.''Lg.''943d, D.21.103; [[ἔνοχος]] λιποταξίου Lys.14.5; <b class="b3">τὰ δ' ἐγχέλεια γράψομαι λιποταξίου</b>, Com. phrase, Antiph.129.9, cf. Pl.Com.7, Ar.''Fr.''808, v. Poll.8.42. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:56, 25 April 2023
English (LSJ)
τό, desertion, λ. διαπεπραγμένοι Ph.2.132:—elsewhere in gen. λιποταξίου γραφή, indictment for desertion, Pl.Lg.943d, D.21.103; ἔνοχος λιποταξίου Lys.14.5; τὰ δ' ἐγχέλεια γράψομαι λιποταξίου, Com. phrase, Antiph.129.9, cf. Pl.Com.7, Ar.Fr.808, v. Poll.8.42.
Greek Monolingual
λιποτάξιον, τὸ (Α) λιποτάκτης
1. λιποταξία
2. φρ. «λιποταξίου ή (λιποστρατίου) γραφή» — καταγγελία εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό.
Russian (Dvoretsky)
λῐποτάξιον: τό = λιποταξία: λιποταξίου γραφή Plat., Dem. обвинение в дезертирстве.
Middle Liddell
λῐπο-ταξίου, γραφή, ἡ,
λῐπο-ταξίου γραφή, ἡ, an indictment for desertion, Plat., Dem.