λιπαρόχρους: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(Bailly1_3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />de couleur bruillante ; à la peau luisante.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]], [[χρόα]].
|btext=ους, ουν :<br />de couleur bruillante ; à la peau luisante.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]], [[χρόα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπαρόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει στιλπνό [[δέρμα]], στιλπνό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i>(<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]]-[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[μελανόχρους]]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐπᾰρό-χρους, ουν [[χρόα]]<br />with [[shining]] [[skin]], Theocr.
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[λιπαρόχροος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:23, 8 May 2023

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur bruillante ; à la peau luisante.
Étymologie: λιπαρός, χρόα.

Greek Monolingual

λιπαρόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει στιλπνό δέρμα, στιλπνό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + -χρους(< -χροος < χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»), πρβλ. μελανόχρους].

Middle Liddell

λῐπᾰρό-χρους, ουν χρόα
with shining skin, Theocr.

German (Pape)

zusammengezogen aus λιπαρόχροος.