λωτοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(Bailly1_3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit des fruits du lotus, <i>càd</i> de jujube ; [[οἱ]] Λωτοφάγοι les Lotophages, <i>peuple de Cyrénaïque, sur la côte d’Afrique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]], [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit des fruits du lotus, <i>càd</i> de jujube ; οἱ Λωτοφάγοι les Lotophages, <i>peuple de Cyrénaïque, sur la côte d'Afrique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]], [[φαγεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λωτοφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφεται με λωτούς<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Λωτοφάγοι</i><br />[[αρχαίος]] [[μυθικός]] [[ειρηνικός]] και [[φιλόξενος]] [[λαός]] που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, [[κάπου]] στην [[περιοχή]] της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική [[τροφή]] του τους καρπούς του δένδρου [[λωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- [[πρβλ]]. [[ἔφαγ]]-<i>ον</i>, αόρ. του [[ἐσθίω]])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(Λωτοφάγοι = [[εἰρηνικός]] [[λαός]] τῆς Κυρήνης). Σύνθετο ἀπ τό [[λωτός]] + [[φαγεῖν]] τοῦ [[τρώγω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[λωτός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Lotos]] [[essend]]</i>, s. Λωτοφάγος.
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit des fruits du lotus, càd de jujube ; οἱ Λωτοφάγοι les Lotophages, peuple de Cyrénaïque, sur la côte d'Afrique.
Étymologie: λωτός, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ο (Α λωτοφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με λωτούς
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Λωτοφάγοι
αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική τροφή του τους καρπούς του δένδρου λωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω)].

Mantoulidis Etymological

(Λωτοφάγοι = εἰρηνικός λαός τῆς Κυρήνης). Σύνθετο ἀπ τό λωτός + φαγεῖν τοῦ τρώγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη λωτός.

German (Pape)

Lotos essend, s. Λωτοφάγος.