εὐαυξής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐαυξής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει [[γρήγορα]] και εύκολα («εὐαυξέστερα γὰρ τὰ [[θήλεα]] τῶν ἀρρένων», Θεόφρ.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μεγαλώνει καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ψηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αυξημένο όγκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αυξής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αύξω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὐαυξής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει [[γρήγορα]] και εύκολα («εὐαυξέστερα γὰρ τὰ [[θήλεα]] τῶν ἀρρένων», Θεόφρ.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μεγαλώνει καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ψηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αυξημένο όγκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αυξής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αύξω]]), [[πρβλ]]. [[αναυξής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 8 May 2023
English (LSJ)
ές, easily elongated, elastic, Arist.HA493a30; increased in growth, in Comp. -έστερος Id.PA673b34; quick-growing, Thphr.CP 1.8.4: Comp., Gp.10.57.9 (v.l. -ότερον); tall, Suid. s.v. βλωθρή: Sup., Gal.UP11.14. (εὐαξ- Suid., Hsch. s.v. εὐαλδῆ, v.l. in Arist. PAl.c., Thphr.l.c. (codd. Urb., Med.), Gp.l.c., εὐαυξ-v.l. ib.10.13.3: prob. εὐᾱξ- from εὐᾱυξ-, cf. εὐᾱγής.)
German (Pape)
[Seite 1058] ές, leicht, schnell wachsend, zunehmend, Arist. H. A. 1, 13 u. öfter, wie Tieophr.; compar. εὐαυξέστερος, Arist. part. an. 3, 12.
Russian (Dvoretsky)
εὐαυξής: быстро растущий (ὁ περίδρομος τῶν τριχῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐαυξής: -ές, ταχεῖαν αὔξησιν λαμβάνων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4: Συγκρ. -έστερος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, Θεοφρ. περὶ Φυτ.Αἰτ. 1. 8, 4.
Greek Monolingual
εὐαυξής, -ές (ΑΜ)
αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει γρήγορα και εύκολα («εὐαυξέστερα γὰρ τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων», Θεόφρ.)
μσν.
αυτός που μεγαλώνει καλά
αρχ.
1. ο ψηλός
2. αυτός που έχει αυξημένο όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αυξής (< αύξω), πρβλ. αναυξής].