ευκοίλιος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[εὐκοίλιος]], -ον)<br />αυτός που διευκολύνει την [[κένωση]] της κοιλιάς, ο [[ενεργητικός]], ο [[εκκενωτικός]], ο [[υπακτικός]] (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[κοιλιά]] εύκολη στις κενώσεις, ο [[εύκολος]] στις κενώσεις<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[ευκοιλιότητα]]<br /><b>3.</b> (για τροφές) αυτός που χωνεύεται εύκολα και εξέρχεται από τη [[φυσική]] οδό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίλιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>κοίλιος</i>].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[εὐκοίλιος]], -ον)<br />αυτός που διευκολύνει την [[κένωση]] της κοιλιάς, ο [[ενεργητικός]], ο [[εκκενωτικός]], ο [[υπακτικός]] (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[κοιλιά]] εύκολη στις κενώσεις, ο [[εύκολος]] στις κενώσεις<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[ευκοιλιότητα]]<br /><b>3.</b> (για τροφές) αυτός που χωνεύεται εύκολα και εξέρχεται από τη [[φυσική]] οδό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίλιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]]), [[πρβλ]]. [[δυσκοίλιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ εὐκοίλιος, -ον)
αυτός που διευκολύνει την κένωση της κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος στις κενώσεις
2. αυτός που πάσχει από ευκοιλιότητα
3. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται εύκολα και εξέρχεται από τη φυσική οδό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. δυσκοίλιος].