μόνωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μόνωτος]], -ον)<br />(για [[αγγείο]]) αυτός που έχει μία [[λαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ένα [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br />το ζώο [[μόναπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μόνωτος]], -ον)<br />(για [[αγγείο]]) αυτός που έχει μία [[λαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ένα [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br />το ζώο [[μόναπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]]), [[πρβλ]]. [[τρίωτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, A = μονούατος, Polem.Hist.60, BCH35.286 (Delos, ii B. C.):—Dim. μονώτιον, victine (sic), Gloss. II = μόναπος, Antig.Mir.53 cod.
German (Pape)
[Seite 206] = μονούατος, mit einem Henkel; ποτήριον Ath. XI, 467, κώθων 484 c; κοτυλίσκος Poll. 6, 96. – Auch = μόναπος, Antig. Car. 58.
Greek (Liddell-Scott)
μόνωτος: -ον, = μονούατος, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C. ΙΙ. = μόναπος, Ἀντίγ. Καρύστ. 58.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μόνωτος, -ον)
(για αγγείο) αυτός που έχει μία λαβή
νεοελλ.
αυτός που έχει ένα αφτί
αρχ.
το ζώο μόναπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωτος (< οὖς, ὠτός), πρβλ. τρίωτος].