ἠπιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπιόδωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δώρον]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>δωρος</i>].
|mltxt=[[ἠπιόδωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δώρον]]), [[πρβλ]]. [[άδωρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:00, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐόδωρος Medium diacritics: ἠπιόδωρος Low diacritics: ηπιόδωρος Capitals: ΗΠΙΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: ēpiódōros Transliteration B: ēpiodōros Transliteration C: ipiodoros Beta Code: h)pio/dwros

English (LSJ)

ον, soothing by gifts, bountiful, fond, μήτηρ Il.6.251; Κύπρις Stesich.26; Μοῦσαι Opp.H.4.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1174] milde Gaben gebend; μήτηρ Il. 6, 251, Schol. πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν; Κύπρις gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; Μοῦσαι Opp. H. 4, 7; Ἀσκληπιός Orph. H. 67, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doux présents.
Étymologie: ἤπιος, δῶρον.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιόδωρος: ласково дарящий, любвеобильный (μήτηρ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπιόδωρος: -ον, ὁ διὰ δώρων καταπραΰνων, μήτηρ, («πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν» Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 251· Κύπρις Στησίχ. 17· Μοῦσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 7, κτλ.

English (Autenrieth)

kindly giving, bountiful, Il. 6.251†.

Greek Monolingual

ἠπιόδωρος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. άδωρος].

Greek Monotonic

ἠπιόδωρος: -ον (δῶρον), ευεργετικός, γενναιόδωρος, αυτός που εξευμενίζει μέσω δώρων, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἠπιό-δωρος, ον δῶρον
soothing by gifts, bountiful, Il.