φύσιγγα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
(45) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / φῡσιγξ, -ιγγος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> [[σωληνίσκος]] με [[τοίχωμα]] από [[λεπτό]] [[γυαλί]], που λεπτύνεται στα δύο [[άκρα]] και προορίζεται για την [[υποδοχή]] και [[συντήρηση]] φαρμάκου υπό [[μορφή]] διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική [[συνήθως]] [[χρήση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κύστη]] στο [[δέρμα]] ή σε [[σημείο]] του σώματος<br /><b>2.</b> ο [[βολβός]] του σκόρδου και άλλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] «[[φυσερό]], [[πνοή]], [[φύσημα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=η / φῡσιγξ, -ιγγος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> [[σωληνίσκος]] με [[τοίχωμα]] από [[λεπτό]] [[γυαλί]], που λεπτύνεται στα δύο [[άκρα]] και προορίζεται για την [[υποδοχή]] και [[συντήρηση]] φαρμάκου υπό [[μορφή]] διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική [[συνήθως]] [[χρήση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κύστη]] στο [[δέρμα]] ή σε [[σημείο]] του σώματος<br /><b>2.</b> ο [[βολβός]] του σκόρδου και άλλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] «[[φυσερό]], [[πνοή]], [[φύσημα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[σῦριγξ]], [[φόρμιγξ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:15, 8 May 2023
Greek Monolingual
η / φῡσιγξ, -ιγγος, ΝΑ
νεοελλ.
(φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήση
αρχ.
1. κύστη στο δέρμα ή σε σημείο του σώματος
2. ο βολβός του σκόρδου και άλλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -ιγξ (πρβλ. σῦριγξ, φόρμιγξ)].