παλαιμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλαιμοσύνη]] και [[παλαισμοσύνη]], ἡ (Α)<br />η [[τέχνη]] του [[παλαιστή]], η [[πάλη]] («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Παλαίμων]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i>, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. [[παλαίω]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[παλαιμοσύνη]] και [[παλαισμοσύνη]], ἡ (Α)<br />η [[τέχνη]] του [[παλαιστή]], η [[πάλη]] («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Παλαίμων]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i>, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. [[παλαίω]] (<b>πρβλ.</b> [[ιπποσύνη]], [[τοξοσύνη]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλαιμοσύνη:''' ἡ = [[παλαισμοσύνη]]. | |elrutext='''πᾰλαιμοσύνη:''' ἡ = [[παλαισμοσύνη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
English (LSJ)
v. παλαισμοσύνη.
Greek Monolingual
παλαιμοσύνη και παλαισμοσύνη, ἡ (Α)
η τέχνη του παλαιστή, η πάλη («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαίμων (ΙΙ) + κατάλ. -σύνη, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. παλαίω (πρβλ. ιπποσύνη, τοξοσύνη)].
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαιμοσύνη: ἡ = παλαισμοσύνη.