ὀρεστιάς: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρεστιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]. Ο τ. <i>ὀρεστ</i>-<i>ι</i>-<i>άς</i> για μετρικούς λόγους, [[αντί]] του ανεμενόμενου <i>ὀρεστάς</i>].<br />[[ὀρεστίας]], ὁ (Α)<br />[[άνεμος]] που πνέει στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (<b>πρβλ.</b> <i>απαρκτ</i>-<i>ίας</i>, <i>ολυμπ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[ὀρεστιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]. Ο τ. <i>ὀρεστ</i>-<i>ι</i>-<i>άς</i> για μετρικούς λόγους, [[αντί]] του ανεμενόμενου <i>ὀρεστάς</i>].<br />[[ὀρεστίας]], ὁ (Α)<br />[[άνεμος]] που πνέει στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (<b>πρβλ.</b> [[απαρκτίας]], [[ολυμπίας]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεστιάς Medium diacritics: ὀρεστιάς Low diacritics: ορεστιάς Capitals: ΟΡΕΣΤΙΑΣ
Transliteration A: orestiás Transliteration B: orestias Transliteration C: orestias Beta Code: o)restia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ὄρος) A of the mountains, νύμφαι ὀρεστιάδες, = Ὀρειάδες, Il.6.420, h.Hom.19.19. II ὀρεστίας, ου, ὁ, mountain-wind, Arist. ap. Ach.Tat.Intr.Arat.33, Call.Fr.39.

German (Pape)

[Seite 373] άδος, ἡ, = ὀρειάς; Νύμφαι, Il. 6, 420, H. h. 18, 19.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de montagne, qui habite les montagnes.
Étymologie: ὄρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεστιάς: άδος adj. f живущая в горах, горная (Νύμφαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεστιάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἡ ἀνήκουσα εἰς τὰ ὄρη, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεστιάδες, Ἰλ. Ζ. 420, Ὁμ. Ὕμν. 18. 19. ΙΙ. ὀρεστίας, ου, ὁ, ἄνεμος τῶν ὀρέων, Καλλ. Ἀποσπάσ. 35, ἔνθα ἴδε Blomf.

English (Autenrieth)

άδος: mountain-nymph, pl., Il. 6.420†.

Greek Monolingual

ὀρεστιάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + κατάλ. -άς, -άδος. Ο τ. ὀρεστ-ι-άς για μετρικούς λόγους, αντί του ανεμενόμενου ὀρεστάς].
ὀρεστίας, ὁ (Α)
άνεμος που πνέει στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + επίθημα -ίας, που απαντά και σε άλλα ον. ανέμων (πρβλ. απαρκτίας, ολυμπίας)].

Greek Monotonic

ὀρεστιάς: -άδος, ἡ (ὄρος), αυτή που ανήκει στα βουνά, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὀρεστιάς, άδος, ὄρος
of the mountains, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, Il.