φοβεσιστράτη: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=φοβεσιστράτη
|Full diacritics=φοβεσιστρᾰ́τη
|Medium diacritics=φοβεσιστράτη
|Medium diacritics=φοβεσιστράτη
|Low diacritics=φοβεσιστράτη
|Low diacritics=φοβεσιστράτη
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fovesistrati
|Transliteration C=fovesistrati
|Beta Code=fobesistra/th
|Beta Code=fobesistra/th
|Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[scarer of hosts]], epith. of Athena, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1177</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ἡ, [[scarer of hosts]], [[epithet]] of [[Athena]], Ar.Eq.1177.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />qui fait fuir <i>ou</i> qui épouvante les armées <i>(ép. d’Athéna)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]], [[στρατός]].
|btext=ης (ἡ) :<br />qui fait fuir <i>ou</i> qui épouvante les armées <i>(ép. d'Athéna)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]], [[στρατός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβεσ</i>(<i>ι</i>)- (<span style="color: red;"><</span> <i>φοβῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[στρατός]]. Η [[μορφή]] του α' συνθετικού αναλογικά [[προς]] το <i>αρχεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- [[κατά]] το [[πρότυπο]] τών σύνθ. σε -<i>σι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἀλγεσί</i>-<i>θυμος</i>, <i>ἀλφεσί</i>-<i>βοιος</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβεσ</i>(<i>ι</i>)- (<span style="color: red;"><</span> <i>φοβῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[στρατός]]. Η [[μορφή]] του α' συνθετικού αναλογικά [[προς]] το <i>αρχεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- [[κατά]] το [[πρότυπο]] τών σύνθ. σε -<i>σι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἀλγεσίθυμος]], [[ἀλφεσίβοιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φοβεσιστράτη:''' (ᾰ) adj. f наводящая страх на войска (sc. [[Παλλάς]] Arph.).
|elrutext='''φοβεσιστράτη:''' (ᾰ) adj. f наводящая страх на войска (''[[sc.]]'' [[Παλλάς]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοβεσι-στρά˘τη, ἡ,<br />scarer of hosts, Ar.
|mdlsjtxt=φοβεσιστρᾰ́τη, ἡ, [[scarer]] of [[host]]s, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβεσιστρᾰ́τη Medium diacritics: φοβεσιστράτη Low diacritics: φοβεσιστράτη Capitals: ΦΟΒΕΣΙΣΤΡΑΤΗ
Transliteration A: phobesistrátē Transliteration B: phobesistratē Transliteration C: fovesistrati Beta Code: fobesistra/th

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, scarer of hosts, epithet of Athena, Ar.Eq.1177.

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, die Kriegsschaaren-Schreckerinn, Athene, Ar. Equ. 1177.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
qui fait fuir ou qui épouvante les armées (ép. d'Athéna).
Étymologie: φοβέω, στρατός.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβεσ(ι)- (< φοβῶ) + στρατός. Η μορφή του α' συνθετικού αναλογικά προς το αρχεσι- (< αρχε- κατά το πρότυπο τών σύνθ. σε -σι-, πρβλ. ἀλγεσίθυμος, ἀλφεσίβοιος)].

Greek Monotonic

φοβεσιστράτη: [ᾰ], ἡ, αυτή που εισάγει το φόβο στα στρατόπεδα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φοβεσιστράτη: (ᾰ) adj. f наводящая страх на войска (sc. Παλλάς Arph.).

Middle Liddell

φοβεσιστρᾰ́τη, ἡ, scarer of hosts, Ar.