μυλίας: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυλίας]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («[[μυλίας]] [[λίθος]]» — η [[μυλόπετρα]] ή ο [[λίθος]] από τον οποίο κατασκευάζεται η [[μυλόπετρα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καπν</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[μυλίας]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («[[μυλίας]] [[λίθος]]» — η [[μυλόπετρα]] ή ο [[λίθος]] από τον οποίο κατασκευάζεται η [[μυλόπετρα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[καπνίας]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠλίας:''' -ου,<br /><b class="num">1.</b> αρσ. επίθ., αυτός που ανήκει ή προορίζεται για μύλο, [[λίθος]] [[μυλίας]], [[μυλόπετρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[βράχος]] από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες, σε Στράβ.
|lsmtext='''μῠλίας:''' -ου,<br /><b class="num">1.</b> αρσ. επίθ., αυτός που ανήκει ή προορίζεται για μύλο, [[λίθος]] [[μυλίας]], [[μυλόπετρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[βράχος]] από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 08:35, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλίας Medium diacritics: μυλίας Low diacritics: μυλίας Capitals: ΜΥΛΙΑΣ
Transliteration A: mylías Transliteration B: mylias Transliteration C: mylias Beta Code: muli/as

English (LSJ)

ου, masc. Adj. of or for a mill, λίθος μ. millstone, Pl.Hp.Ma.292d, cf. Arist.Mete.383b12; also, rock for millstones, Str.6.2.3, 10.5.16.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, zur Mühle gehörig, λίθος, der Mühle stein, Strab. 6, 2, 3; auch ohne λίθος, Plat. Hipp. mai. 292 d; Arist. meteor. 4, 6 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 μυλίας λίθος roc dont on fait les pierres meulières;
2 subst.μυλίας pierre meulière, meule.
Étymologie: μύλη.

Russian (Dvoretsky)

μῠλίᾱς: ου ὁ мельничный камень, жернов Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλίας: -ου, ἀρσ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύλον, λίθος μ., μυλόπετρα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12· ἀλλά, λίθος μυλίας, ἐξ οὗ κατασκευάζονται μυλόπετραι, Στράβ. 269, πρβλ. 488.

Greek Monolingual

μυλίας, -ου, ὁ (Α)
ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («μυλίας λίθος» — η μυλόπετρα ή ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζεται η μυλόπετρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -ίας (πρβλ. καπνίας)].

Greek Monotonic

μῠλίας: -ου,
1. αρσ. επίθ., αυτός που ανήκει ή προορίζεται για μύλο, λίθος μυλίας, μυλόπετρα, σε Πλάτ.
2. βράχος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες, σε Στράβ.