νεβρίας: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεβρίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με νεβρό, [[κατάστικτος]] σαν τον νεβρό («οὓς καλοῦσί τινες [[νεβρίας]] γαλεούς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ( | |mltxt=[[νεβρίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με νεβρό, [[κατάστικτος]] σαν τον νεβρό («οὓς καλοῦσί τινες [[νεβρίας]] γαλεούς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[ορνιθίας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 8 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, dappled like a fawn, γαλεός Arist.HA565a26, cf. Hsch.s.v. λάδας.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, einem Hirschkalbe ähnlich, so bunt gefleckt, γαλεός, Arist. H. A. 6, 10.
Russian (Dvoretsky)
νεβρίᾱς: ου adj. m похожий на оленя, т. е. пятнистый, как олень (γαλεός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
νεβρίας: -ου, ὁ, ποικίλος, κατάστικτος ὡς νεβρός, γαλεὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 10.
Greek Monolingual
νεβρίας, ὁ (Α)
αυτός που μοιάζει με νεβρό, κατάστικτος σαν τον νεβρό («οὓς καλοῦσί τινες νεβρίας γαλεούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθίας)].