μῶλυξ: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
m (Text replacement - "<b class="b3">, ὁ</b>" to ", ὁ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μῶλυξ]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Ζακυνθίους) «[[ἀπαίδευτος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῶλ</i>-<i>υς</i> «[[νωθρός]]» με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>υξ</i>, -<i>υκος</i> ( | |mltxt=[[μῶλυξ]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Ζακυνθίους) «[[ἀπαίδευτος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῶλ</i>-<i>υς</i> «[[νωθρός]]» με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>υξ</i>, -<i>υκος</i> ([[πρβλ]]. [[κόρυξ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 8 May 2023
English (LSJ)
ῠκος, ὁ (Zacynth.), and μωλυρός, ά, όν, = sq., Hsch.
German (Pape)
[Seite 225] υκος, dor. = μῶλυς, nach Hesych. bei den Zakynthiern = ἀπαίδευτος.
Greek (Liddell-Scott)
μῶλυξ: -ῠκος, ὁ, Δωρ., καὶ μωλυρός, ά, όν, = τῷ μῶλυς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μῶλυξ, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) «ἀπαίδευτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ-υς «νωθρός» με εκφραστικό επίθημα -υξ, -υκος (πρβλ. κόρυξ)].