ξανθόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξανθόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κυανό</i>-<i>χρους</i>)].
|mltxt=[[ξανθόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. [[κυανόχρους]])].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 08:40, 8 May 2023

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur jaune.
Étymologie: ξανθός, χρόα.

Greek Monolingual

ξανθόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ξανθό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανόχρους)].

Middle Liddell

ξανθό-χρους, ουν, χρόα
with yellow skin, Mosch.

German (Pape)

zusammengezogen aus ξανθόχροος.