ορμητήριο: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ὁρμητήριον]] και δωρ. τ. [[ὁρματήριον]])<br />οχυρή [[θέση]] από την οποία εξορμά [[κανείς]] για πολεμική [[επιχείρηση]] ή για θαλάσσια [[επιδρομή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> πρόσκαιρη ή μόνιμη [[βάση]] αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού του στόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] για [[διέγερση]] ή για [[ενθάρρυνση]], [[κίνητρο]]<br /><b>2.</b> [[φωλιά]] άγριου θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>πατη</i>-<i>τήριον</i>)].
|mltxt=το (ΑΜ [[ὁρμητήριον]] και δωρ. τ. [[ὁρματήριον]])<br />οχυρή [[θέση]] από την οποία εξορμά [[κανείς]] για πολεμική [[επιχείρηση]] ή για θαλάσσια [[επιδρομή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> πρόσκαιρη ή μόνιμη [[βάση]] αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού του στόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] για [[διέγερση]] ή για [[ενθάρρυνση]], [[κίνητρο]]<br /><b>2.</b> [[φωλιά]] άγριου θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>) ([[πρβλ]]. [[πατητήριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:48, 8 May 2023

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον)
οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή
νεοελλ.
ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού του στόλου
αρχ.
1. μέσο για διέγερση ή για ενθάρρυνση, κίνητρο
2. φωλιά άγριου θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμῶ + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. πατητήριον)].