φυρτός: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_11)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=φυρτός
|Medium diacritics=φυρτός
|Low diacritics=φυρτός
|Capitals=ΦΥΡΤΟΣ
|Transliteration A=phyrtós
|Transliteration B=phyrtos
|Transliteration C=fyrtos
|Beta Code=furto/s
|Definition=ή, όν, [[mixed]], [[kneaded up]], Hsch.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] adj. verb. von [[φύρω]], gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] adj. verb. von [[φύρω]], gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.
Line 4: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φυρτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., συμπεφυρμένος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 773Α. Ἡσύχ.
|lstext='''φυρτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., συμπεφυρμένος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 773Α. Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. ([[πρβλ]]. [[αἱμόφυρτος]], [[μελίφυρτος]]), [[καθώς]] και στον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φυρτοῖσιν</i>·...<i>συμπεφυρμένοις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρτός Medium diacritics: φυρτός Low diacritics: φυρτός Capitals: ΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: phyrtós Transliteration B: phyrtos Transliteration C: fyrtos Beta Code: furto/s

English (LSJ)

ή, όν, mixed, kneaded up, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1316] adj. verb. von φύρω, gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φυρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., συμπεφυρμένος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 773Α. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. (πρβλ. αἱμόφυρτος, μελίφυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·...συμπεφυρμένοις].