οβελίας: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , $7$9)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίας]] και ὀβέλιος και [[ὀβελίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> ψημένος στη [[σούβλα]] («[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρνί]] που ψήνεται στη [[σούβλα]], [[ιδίως]] το [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]»<br />(στην Αλεξάνδρεια), [[άρτος]] που κόστιζε έναν οβολό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορνιθ</i>-<i>ίας</i>, <i>τρυγ</i>-<i>ίας</i>). Ο τ. <i>ὀβέλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[τρύγιος]]), ενώ ο τ. [[ὀβελίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεφρ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίας]] και ὀβέλιος και [[ὀβελίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> ψημένος στη [[σούβλα]] («[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρνί]] που ψήνεται στη [[σούβλα]], [[ιδίως]] το [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]»<br />(στην Αλεξάνδρεια), [[άρτος]] που κόστιζε έναν οβολό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[ορνιθίας]], [[τρυγίας]]). Ο τ. <i>ὀβέλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[τρύγιος]]), ενώ ο τ. [[ὀβελίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεφρ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 10:43, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης)
ως επίθ. ψημένος στη σούβλαὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα
αρχ.
φρ. «ὀβελίας ἄρτος»
(στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθίας, τρυγίας). Ο τ. ὀβέλιος < ὀβελός + κατάλ. -ιος (πρβλ. τρύγιος), ενώ ο τ. ὀβελίτης < ὀβελός + επίθημα -ίτης (πρβλ. νεφρ-ίτης)].