ριζάγρα: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥιζάγρα]], ΝΑ<br />οδοντιατρική [[λαβίδα]] για την [[εξαγωγή]] τών ριζών τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]])].
|mltxt=η / [[ῥιζάγρα]], ΝΑ<br />οδοντιατρική [[λαβίδα]] για την [[εξαγωγή]] τών ριζών τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» ([[πρβλ]]. [[ποδάγρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 8 May 2023

Greek Monolingual

η / ῥιζάγρα, ΝΑ
οδοντιατρική λαβίδα για την εξαγωγή τών ριζών τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδάγρα)].