χαλκίνδα: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] παιχνιδιού [[κατά]] το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να συγκρατήσουν όρθιο [[ανάμεσα]] στα δάχτυλά τους χάλκινο [[νόμισμα]], το οποίο είχαν ρίξει [[ψηλά]] με τρόπο ώστε να περιστρέφεται στον αέρα, αλλ. [[χαλκισμός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἑλκυστ</i>-[[ίνδα]], <i>φαιν</i>-[[ίνδα]])].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] παιχνιδιού [[κατά]] το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να συγκρατήσουν όρθιο [[ανάμεσα]] στα δάχτυλά τους χάλκινο [[νόμισμα]], το οποίο είχαν ρίξει [[ψηλά]] με τρόπο ώστε να περιστρέφεται στον αέρα, αλλ. [[χαλκισμός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ([[πρβλ]]. [[ἑλκυστίνδα]], [[φαινίνδα]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκίνδᾰ Medium diacritics: χαλκίνδα Low diacritics: χαλκίνδα Capitals: ΧΑΛΚΙΝΔΑ
Transliteration A: chalkínda Transliteration B: chalkinda Transliteration C: chalkinda Beta Code: xalki/nda

English (LSJ)

παίζειν to play the game χαλκισμός, Id.

German (Pape)

[Seite 1330] παίζειν, ein Spiel mit einer Kupfermünze spielen, s. χαλκισμός.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκίνδᾰ: (παίζειν), «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να συγκρατήσουν όρθιο ανάμεσα στα δάχτυλά τους χάλκινο νόμισμα, το οποίο είχαν ρίξει ψηλά με τρόπο ώστε να περιστρέφεται στον αέρα, αλλ. χαλκισμός
2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ἑλκυστίνδα, φαινίνδα)].