χωστρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br />([[κυρίως]] σε [[συνεκφορά]] με τη λ. [[χελώνη]]) [[είδος]] παραπήγματος κατάλληλου για την [[προστασία]] πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν [[επιχωμάτωση]] τάφρου εχθρικού οχυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. <i>ζωσ</i>-[[τρίς]])].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br />([[κυρίως]] σε [[συνεκφορά]] με τη λ. [[χελώνη]]) [[είδος]] παραπήγματος κατάλληλου για την [[προστασία]] πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν [[επιχωμάτωση]] τάφρου εχθρικού οχυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. [[ζωστρίς]])].
}}
}}

Revision as of 16:13, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωστρίς Medium diacritics: χωστρίς Low diacritics: χωστρίς Capitals: ΧΩΣΤΡΙΣ
Transliteration A: chōstrís Transliteration B: chōstris Transliteration C: chostris Beta Code: xwstri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (χώννυμι) χελώνη χωστρίς a shed to protect besiegers in filling up the ditch of a town, Plb.9.41.1, D.H.9.68(pl.), Onos.42.3, Ath.Mech.18.8, al.; without χελώνη, Ph.Bel.97.28, Did.ad D.11.22; χωστρίδες distinguished from χελῶναι, D.S.24.1; opp. χελῶναι κριοφόροι, Id.20.91.

German (Pape)

[Seite 1389] ίδος, ἡ, ein Sturmdach, unter dem die Belagerer einer Stadt Gräben zuschütten, D. Hal. 9, 68 u. A.

Russian (Dvoretsky)

χωστρίς: ίδος adj. f χώννυμι служащая для охраны осадно-земляных работ (χελώνη Polyb.).
ίδος ἡ воен. (лат. testudo) «черепаха» (навес для защиты осадно-земляных работ) Diod.

Greek (Liddell-Scott)

χωστρίς: -ίδος, ἡ, (χώννυμι) χελώνη χ., κατασκεύασμά τι ἐν εἴδει χελώνης ἢ σκιάδος προφυλάττον τοὺς πολιορκοῦντας ἀσχολουμένους νὰ πληρώσωσι διὰ χώματος τὴν τάφρον ὀχυρώματός τινος ἢ πόλεως, Πολύβ. 9. 41, 1, κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χελ. κριοφόροι, Διόδ. 20. 91· ἰδὲ ἐν λ. χελώνη ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
(κυρίως σε συνεκφορά με τη λ. χελώνη) είδος παραπήγματος κατάλληλου για την προστασία πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν επιχωμάτωση τάφρου εχθρικού οχυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώννυμι + επίθημα -τρίς (πρβλ. ζωστρίς)].