πολύποινος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), [[πρβλ]]. [[αξιόποινος]], [[υστερόποινος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 9 May 2023
English (LSJ)
ον, punishing severely, Δίκη Parm.1.14, Orph.Fr.158.
German (Pape)
[Seite 669] viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύποινος -ον [πολύς, ποινή] streng straffend.
Russian (Dvoretsky)
πολύποινος: много или сильно карающий (Δίκη Parmenides ap. Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύποινος: -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιόποινος, υστερόποινος].