πλημοχόη: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν [[κατά]] την τελευταία [[ημέρα]] τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς [[ἀνατολάς]], τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλήμη]] «[[πλημμυρίδα]]» <span style="color: red;">+</span> <i>χοή</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οινο</i>-<i>χόη</i>, <i>υδρο</i>-<i>χόη</i>].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν [[κατά]] την τελευταία [[ημέρα]] τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς [[ἀνατολάς]], τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλήμη]] «[[πλημμυρίδα]]» <span style="color: red;">+</span> <i>χοή</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. [[οινοχόη]], [[υδροχόη]]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημοχόη Medium diacritics: πλημοχόη Low diacritics: πλημοχόη Capitals: ΠΛΗΜΟΧΟΗ
Transliteration A: plēmochóē Transliteration B: plēmochoē Transliteration C: plimochoi Beta Code: plhmoxo/h

English (LSJ)

ἡ, (πλήμη, χέω) earthen vessel for water, E.Fr.592 (anap., = Critias Fr.17 D.), Pamphil. ap. Ath.11.496a, Poll.10.74; used on the last day of the Eleusinian mysteries, which were hence called αἱ πλημοχόαι, Ath.l.c., Hsch.

German (Pape)

[Seite 634] ein irdenes Wassergefäß, Poll. 10, 74; sonst κοτυλίσκος; nach Ath. XI, 496 a σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῆ; dessen man sich am letzten Tage der Eleusinischen Mysterien bediente; dieser hieß dovon πλημοχόαι, αἱ, Ath. a. a. O., vgl. Valck. Diatr. 197.

Russian (Dvoretsky)

πλημοχόη:глиняный сосуд (употреблявшийся в обрядах последнего дня элевсинских мистерий) Eur.

Greek (Liddell-Scott)

πλημοχόη: ἡ, (πλήμη, χέω) πήλινον ἀγγεῖον ὕδατος, ὡσαύτως καὶ κοτυλίσκος, Εὐρ. Ἀποσπ. 595, Πάμφιλος παρ’ Ἀθην. 496Α· ― ἦτο δὲ ἐν χρήσει κατὰ τὴν τελευταίαν ἡμέραν τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, ἅπερ ἐντεῦθεν ἐκλήθησαν αἱ πλημοχόαι, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσόχ.: «πλημοχόη· τῇ ὑστεραίᾳ τῶν μυστηρίων κοτυλίσκους πληροῦσιν, οὓς καλοῦσι πλημοχόας.»

Greek Monolingual

ἡ, Α
αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά την τελευταία ημέρα τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς ἀνατολάς, τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμη «πλημμυρίδα» + χοή (< χέω), πρβλ. οινοχόη, υδροχόη].