Χιογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χιογενής]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας ερεικίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[κρασί]]) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>Περσο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χιογενής]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας ερεικίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[κρασί]]) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[Περσογενής]]].
}}
}}

Revision as of 10:30, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χῑογενής Medium diacritics: Χιογενής Low diacritics: Χιογενής Capitals: ΧΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Chiogenḗs Transliteration B: Chiogenēs Transliteration C: CHiogenis Beta Code: *xiogenh/s

English (LSJ)

ές, of Chian growth, of wine, AP11.44 (Phld.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
originaire de Chios.
Étymologie: Χίος, γένος.

German (Pape)

[Seite 1356] ές, von chiischer Abkunft, chiisch, πρόποσις Philodem. (XI, 44), vom Chierwein.

Russian (Dvoretsky)

Χῑογενής: родом из Хиоса, хиосский: Χ. Βρομίου πρόποσις Anth. = Χῖος οἶνος.

Greek (Liddell-Scott)

Χῑογενής: -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44.

Greek Monotonic

Χῑογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για κρασί, σε Ανθ.

Middle Liddell

Χῑο-γενής, ές γίγνομαι
of Chian growth, of wine, Anth.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας ερεικίδες
μσν.-αρχ.
(για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χῖος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσογενής].