νυκτοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νυκτοθήρας]])<br />[[κυνηγός]] που κυνηγά τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>].
|mltxt=ο (Α [[νυκτοθήρας]])<br />[[κυνηγός]] που κυνηγά τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), [[πρβλ]]. [[χρυσοθήρας]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που τη [[νύχτα]] επιδίδεται στο [[κυνήγι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''νυκτοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που τη [[νύχτα]] επιδίδεται στο [[κυνήγι]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 10:35, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοθήρας Medium diacritics: νυκτοθήρας Low diacritics: νυκτοθήρας Capitals: ΝΥΚΤΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: nyktothḗras Transliteration B: nyktothēras Transliteration C: nyktothiras Beta Code: nuktoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, one who hunts by night, X.Mem. 4.7.4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur de nuit.
Étymologie: νύξ, θηράω.

German (Pape)

ὁ, Nachtjäger, Xen. Mem. 4.7.4.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοθήρας: ου ὁ ночной охотник Xen.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοθήρας: -ου, ὁ διὰ νυκτὸς θηρεύων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7 .4.

Greek Monolingual

ο (Α νυκτοθήρας)
κυνηγός που κυνηγά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσοθήρας].

Greek Monotonic

νυκτοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που τη νύχτα επιδίδεται στο κυνήγι, σε Ξεν.