ξυστάρχης: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυστάρχης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ξυστού, [[δηλαδή]] παλαίστρας ή γυμναστηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυστός]] «γυμναστήριο» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>].
|mltxt=[[ξυστάρχης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ξυστού, [[δηλαδή]] παλαίστρας ή γυμναστηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυστός]] «γυμναστήριο» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. [[τελετάρχης]]].
}}
}}

Revision as of 10:35, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστάρχης Medium diacritics: ξυστάρχης Low diacritics: ξυστάρχης Capitals: ΞΥΣΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: xystárchēs Transliteration B: xystarchēs Transliteration C: ksystarchis Beta Code: custa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ξυστός) xystarch, xystarches, president of an athletic association, officer in charge of a xystus ὃν βασιλῆς… στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc.; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.

German (Pape)

[Seite 283] ὁ, Vorsteher eines ξυστός, Ringeplatzes, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστάρχης: -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ γυμνασιάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.· - ξυσταρχέω, εἶμαι ξυστάρχης, 2995· ξυσταρχία, 3206Β.

Greek Monolingual

ξυστάρχης, ὁ (Α)
επιστάτης ξυστού, δηλαδή παλαίστρας ή γυμναστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «γυμναστήριο» + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετάρχης].