ομόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόβιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει στην [[ίδια]] ζωή<br /><b>3.</b> [[ομότοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>βιος</i>].
|mltxt=[[ὁμόβιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει στην [[ίδια]] ζωή<br /><b>3.</b> [[ομότοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[ισόβιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὁμόβιος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο
2. αυτός που μετέχει στην ίδια ζωή
3. ομότοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος].