πεζόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(31)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που χρησιμοποιεί τα πόδια του [[αντί]] για τα φτερά του, ο [[πεζός]] και [[φτερωτός]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>πτερος</i>].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που χρησιμοποιεί τα πόδια του [[αντί]] για τα φτερά του, ο [[πεζός]] και [[φτερωτός]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), [[πρβλ]]. [[χρυσόπτερος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πεζόπτερος: -ον, ὁ χρώμενος τοῖς ποσὶν ἀντὶ πτερύγων, Μανασσ. Χρον. 3771.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που χρησιμοποιεί τα πόδια του αντί για τα φτερά του, ο πεζός και φτερωτός συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσόπτερος].