παρθενόσφαγος: Difference between revisions

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από [[αίμα]] σφαγμένης παρθένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σφαγ</i>- του [[σφάζω]], <b>πρβλ.</b> <i>ἐσφάγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ταυρό</i>-<i>σφαγος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από [[αίμα]] σφαγμένης παρθένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σφαγ</i>- του [[σφάζω]], <b>πρβλ.</b> <i>ἐσφάγ</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. [[ταυρόσφαγος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενόσφᾰγος Medium diacritics: παρθενόσφαγος Low diacritics: παρθενόσφαγος Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΣΦΑΓΟΣ
Transliteration A: parthenósphagos Transliteration B: parthenosphagos Transliteration C: parthenosfagos Beta Code: parqeno/sfagos

English (LSJ)

ον, π. ῥέεθρα streams of a slaughtered maiden's blood, A.Ag.209 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 522] (σφάζω), von einem geopferten Mädchen, μιαίνων παρθενοσφάγοισι ῥείθροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 209.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui provient du meurtre d'une jeune fille.
Étymologie: παρθένος, σφάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενόσφαγος -ον [παρθένος, σφάζω] van meisjesslachting:. παρθενοσφάγοισιν ῥείθροις met bloedstromen van het geslachte meisje Aeschl. Ag. 209.

Russian (Dvoretsky)

παρθενόσφᾰγος: пролившийся от заклания девы (ῥεῖθρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

παρθενόσφᾰγος: -ον, π. ῥέεθρα, ῥεῖθρα ἐξ αἵματος σφαγείσης παρθένου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 209.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προέρχεται από αίμα σφαγμένης παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -σφαγος (< θ. σφαγ- του σφάζω, πρβλ. ἐσφάγ-ην), πρβλ. ταυρόσφαγος].

Greek Monotonic

παρθενόσφᾰγος: -ον (σφάζω), αυτός που προέρχεται από το αίμα θυσιασμένης παρθένου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

παρθενό-σφᾰγος, ον, σφάζω
of a slaughtered maiden's blood, Aesch.