ποθόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>βλητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] «[[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[κεραυνόβλητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:14, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθόβλητος Medium diacritics: ποθόβλητος Low diacritics: ποθόβλητος Capitals: ΠΟΘΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pothóblētos Transliteration B: pothoblētos Transliteration C: pothovlitos Beta Code: poqo/blhtos

English (LSJ)

ον, A love-stricken, Nonn.D.4.225, AP6.71 (Paul. Sil.), 9.620 (Id.). II Act., causing desire, Nonn.D.15.235, al.

German (Pape)

[Seite 645] von Verlangen, Sehnsucht, Liebe getroffen, verwundet; ἔργα, Paul. Sil. 41. 63 (VI, 71. IX, 620), u. a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 254. 10, 268.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint d'un désir passionné.
Étymologie: πόθος, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ποθόβλητος: уязвленный страстью, раненый любовью Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ποθόβλητος: -ον, ὑπὸ πόθου βληθείς, ἐρωτόληπτος, Ἀνθ. Π. 6. 71., 9. 620, Νόνν. Δ. 4. 225.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)
2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + -βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνόβλητος].

Greek Monotonic

ποθόβλητος: -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποθό-βλητος, ον,
love-stricken, Anth.