περιδινής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[κυκλικός]] («περιδινέα κύρτον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>δίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>δινής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />[[κυκλικός]] («περιδινέα κύρτον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>δίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), [[πρβλ]]. [[ευδινής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:15, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδῑνής Medium diacritics: περιδινής Low diacritics: περιδινής Capitals: ΠΕΡΙΔΙΝΗΣ
Transliteration A: peridinḗs Transliteration B: peridinēs Transliteration C: peridinis Beta Code: peridinh/s

English (LSJ)

ές, circular, κύρτος AP6.23.

German (Pape)

[Seite 573] ές, im Kreise herumgedreht, κύρτος, Ep. ad. 128 (VI, 23).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tournoyant.
Étymologie: περιδινέω.

Russian (Dvoretsky)

περιδῑνής: вращаемый (κύρτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

περιδῑνής: -ές, ὁ περιδινούμενος, κυκλοτερής, περιδινὴς κύρτος Ἀνθ. Π. 6. 23.

Greek Monolingual

-ές, Α
κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευδινής].

Greek Monotonic

περιδῑνής: -ές, αυτός που περιστρέφεται ολόγυρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

περι-δῑνής, ές [from περιδῑνέω]
whirled round, Anth.