σκορπίουρος: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φαβίδες]] ή [[ψυχανθή]] της τάξης [[φαβώδη]], με έξι είδη, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντούν [[τέσσερα]], κν. γνωστά ως μαριγώχορτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] σκορπιοειδές<br /><b>2.</b> το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[ηλιοτρόπιο]] το μέγα<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] ωκιμοειδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπίος]] «ακανθώδες [[φυτό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φαβίδες]] ή [[ψυχανθή]] της τάξης [[φαβώδη]], με έξι είδη, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντούν [[τέσσερα]], κν. γνωστά ως μαριγώχορτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] σκορπιοειδές<br /><b>2.</b> το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[ηλιοτρόπιο]] το μέγα<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] ωκιμοειδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπίος]] «ακανθώδες [[φυτό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), [[πρβλ]]. [[σκίουρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, (οὐρά) A scorpion-tailed: neut. as the name of a plant,= σκορπιοειδές, Sch.Nic.Al.146. 2 = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Dsc.4.190. 3 = σκορπιοκτόνον, Ps.-Dsc.4.190. 4 = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.
German (Pape)
[Seite 905] skorpionschwänzig, bes. eine Pflanze, Skorpionschwanz, Diosc. Vgl. σκορπιοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
σκορπίουρος: -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων οὐρὰν σκορπίου· μάλιστα ὡς ὄνομα φυτοῦ, Scorpiurus sulcatus (Sprengel), Διοσκ. 4. 28.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή της τάξης φαβώδη, με έξι είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τέσσερα, κν. γνωστά ως μαριγώχορτα
αρχ.
1. το φυτό σκορπιοειδές
2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα
3. το φυτό ωκιμοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος «ακανθώδες φυτό» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. σκίουρος].