σιδηρόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(b)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] in, mit eisernen Fesseln, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] in, mit eisernen Fesseln, LXX.
}}
{{ls
|lstext='''σῐδηρόδεσμος''': -ον, ὁ ἔχων δεσμὰ ἐκ σιδήρου, ἀνάγκαι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Δ΄, 9)· [[ὡσαύτως]] -[[δέσμιος]], ον, Χρον. Πασχ. 729. 4· καὶ παρὰ τῷ Σῳζομεν. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9, -[[δεσμώτης]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σιδηρόδεσμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που φέρει σιδερένια [[δεσμά]], [[σιδηροδέσμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) κρατούμενος, [[φυλακισμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σιδηρόδεσμος]]<br />[[κάθε]] σιδερένιο [[τεμάχιο]] που χρησιμεύει για τη [[σύνδεση]] δύο [[μερών]] μιας κατασκευής, η [[σιδερόδεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (ΙΙ) «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. [[χαλκόδεσμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 879] in, mit eisernen Fesseln, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόδεσμος: -ον, ὁ ἔχων δεσμὰ ἐκ σιδήρου, ἀνάγκαι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Δ΄, 9)· ὡσαύτως -δέσμιος, ον, Χρον. Πασχ. 729. 4· καὶ παρὰ τῷ Σῳζομεν. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9, -δεσμώτης.

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρόδεσμος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρει σιδερένια δεσμά, σιδηροδέσμιος
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κρατούμενος, φυλακισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ο σιδηρόδεσμος
κάθε σιδερένιο τεμάχιο που χρησιμεύει για τη σύνδεση δύο μερών μιας κατασκευής, η σιδερόδεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δεσμος (< δεσμός < δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. χαλκόδεσμος].