στρατόπεδο: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(38) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[στρατόπεδον]] ΝΜΑ<br />[[χώρος]] όπου εγκαθίσταται προσωρινά ή μόνιμα [[στρατός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τόπος]] εγκατάστασης πλήθους οργανωμένου σύμφωνα με τις αρχές που οργανώνεται ένα [[στράτευμα]] («στρατόπεδα εργασίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρατόπεδο]] εκπαίδευσης» — εδαφική [[έκταση]] όπου στρατοπεδεύει [[στρατός]] για την [[εκτέλεση]] γενικότερων ή συνδυασμένων ασκήσεων<br />β) «στρατόπεδα συγκέντρωσης» — κέντρα εγκλεισμού αιχμαλώτων πολέμου ή, σε αυταρχικά καθεστώτα, καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης πολιτικών κρατουμένων και μελών εθνικών ή μειονοτικών ομάδων που περιορίζονται με την [[επίκληση]] λόγων κρατικής ασφάλειας, εκμετάλλευσης ή τιμωρίας<br /><b>μσν.</b><br />η [[ακολουθία]] του αυτοκράτορα ή του αντιπροσώπου του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατός]] εγκατεστημένος σε [[στρατόπεδο]]<br /><b>2.</b> [[στράτευμα]]<br /><b>3.</b> [[στόλος]] πλοίων, ναυτική [[μοίρα]]<br /><b>4.</b> η ρωμαϊκή [[λεγεώνα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στρατόπεδα</i><br />(στη [[Ρώμη]]) οι στρατιωτικοί καταυλισμοί, οι στρατώνες υπό τις διαταγές του πραίτωρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδο</i>(<i>ν</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), | |mltxt=το / [[στρατόπεδον]] ΝΜΑ<br />[[χώρος]] όπου εγκαθίσταται προσωρινά ή μόνιμα [[στρατός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τόπος]] εγκατάστασης πλήθους οργανωμένου σύμφωνα με τις αρχές που οργανώνεται ένα [[στράτευμα]] («στρατόπεδα εργασίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρατόπεδο]] εκπαίδευσης» — εδαφική [[έκταση]] όπου στρατοπεδεύει [[στρατός]] για την [[εκτέλεση]] γενικότερων ή συνδυασμένων ασκήσεων<br />β) «στρατόπεδα συγκέντρωσης» — κέντρα εγκλεισμού αιχμαλώτων πολέμου ή, σε αυταρχικά καθεστώτα, καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης πολιτικών κρατουμένων και μελών εθνικών ή μειονοτικών ομάδων που περιορίζονται με την [[επίκληση]] λόγων κρατικής ασφάλειας, εκμετάλλευσης ή τιμωρίας<br /><b>μσν.</b><br />η [[ακολουθία]] του αυτοκράτορα ή του αντιπροσώπου του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατός]] εγκατεστημένος σε [[στρατόπεδο]]<br /><b>2.</b> [[στράτευμα]]<br /><b>3.</b> [[στόλος]] πλοίων, ναυτική [[μοίρα]]<br /><b>4.</b> η ρωμαϊκή [[λεγεώνα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στρατόπεδα</i><br />(στη [[Ρώμη]]) οι στρατιωτικοί καταυλισμοί, οι στρατώνες υπό τις διαταγές του πραίτωρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδο</i>(<i>ν</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), [[πρβλ]]. [[οικόπεδο]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 10 May 2023
Greek Monolingual
το / στρατόπεδον ΝΜΑ
χώρος όπου εγκαθίσταται προσωρινά ή μόνιμα στρατός
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) τόπος εγκατάστασης πλήθους οργανωμένου σύμφωνα με τις αρχές που οργανώνεται ένα στράτευμα («στρατόπεδα εργασίας»)
2. φρ. α) «στρατόπεδο εκπαίδευσης» — εδαφική έκταση όπου στρατοπεδεύει στρατός για την εκτέλεση γενικότερων ή συνδυασμένων ασκήσεων
β) «στρατόπεδα συγκέντρωσης» — κέντρα εγκλεισμού αιχμαλώτων πολέμου ή, σε αυταρχικά καθεστώτα, καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης πολιτικών κρατουμένων και μελών εθνικών ή μειονοτικών ομάδων που περιορίζονται με την επίκληση λόγων κρατικής ασφάλειας, εκμετάλλευσης ή τιμωρίας
μσν.
η ακολουθία του αυτοκράτορα ή του αντιπροσώπου του
αρχ.
1. στρατός εγκατεστημένος σε στρατόπεδο
2. στράτευμα
3. στόλος πλοίων, ναυτική μοίρα
4. η ρωμαϊκή λεγεώνα
5. στον πληθ. τὰ στρατόπεδα
(στη Ρώμη) οι στρατιωτικοί καταυλισμοί, οι στρατώνες υπό τις διαταγές του πραίτωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -πεδο(ν) (< πέδον), πρβλ. οικόπεδο].