τραπεζοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν<br />αυτός που φροντίζει για την [[εξυπηρέτηση]] τών συνδαιτυμόνων στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελισσο</i>-<i>κόμος</i>].
|mltxt=ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν<br />αυτός που φροντίζει για την [[εξυπηρέτηση]] τών συνδαιτυμόνων στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), [[πρβλ]]. [[μελισσοκόμος]]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοκόμος Medium diacritics: τραπεζοκόμος Low diacritics: τραπεζοκόμος Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: trapezokómos Transliteration B: trapezokomos Transliteration C: trapezokomos Beta Code: trapezoko/mos

English (LSJ)

ὁ, one who sets out a table or who waits at table, Longin.43.4, Plu.2.616a, D.L.9.80, etc.; = Lat. structor, Juba 84.

German (Pape)

[Seite 1134] den Tisch besorgend, deckend, bei Tische aufwartend; Diog. L. 9, 80; Plut. Symp. 1, 2, 2; Ath. IV, 170 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé de l'entretien de la table.
Étymologie: τράπεζα, κομέω.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζοκόμος:прислуживающий за столом, подавальщик, кравчий Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοκόμος: ὁ, ὁ στρώνων τὴν τράπεζαν ἢ ὑπηρετῶν παρὰ τὴν τράπεζαν, κοινῶς «τραπεζιέρης», Θεόπομπ. παρὰ Λογγίνῳ 43. 4, Διογ. Λ. 9. 80, Πλούτ. 2. 616Α, κλπ., πρβλ. Ἀθήν. 710Ε.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν
αυτός που φροντίζει για την εξυπηρέτηση τών συνδαιτυμόνων στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσοκόμος].