τραγόκτονος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον [[αἷμα]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χοιρό</i>-<i>κτονος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον [[αἷμα]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[χοιρόκτονος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγόκτονος Medium diacritics: τραγόκτονος Low diacritics: τραγόκτονος Capitals: ΤΡΑΓΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tragóktonos Transliteration B: tragoktonos Transliteration C: tragoktonos Beta Code: trago/ktonos

English (LSJ)

ον, of slaughtered goats, αἶμα E.Ba.139 (lyr., -κτόνον codd.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγόκτονος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) αἷμα Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον αἷμα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρόκτονος].

Greek Monotonic

τρᾰγόκτονος: -ον (κτείνω), αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους, σε Ευρ.

Middle Liddell

τρᾰγό-κτονος, ον, κτείνω
of slaughtered goats, Eur.