φοινικογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που γεννή.-θηκε στη [[Φοινίκη]] ή αυτός που κατάγεται από το [[γένος]] τών Φοινίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φοῖνιξ]], -<i>οίνικος</i> «ο [[κάτοικος]] της Φοινίκης» <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]<br /><span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>Θηβαι</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που γεννή.-θηκε στη [[Φοινίκη]] ή αυτός που κατάγεται από το [[γένος]] τών Φοινίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φοῖνιξ]], -<i>οίνικος</i> «ο [[κάτοικος]] της Φοινίκης» <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]<br /><span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[Θηβαιγενής]]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκογενής Medium diacritics: φοινικογενής Low diacritics: φοινικογενής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: phoinikogenḗs Transliteration B: phoinikogenēs Transliteration C: foinikogenis Beta Code: foinikogenh/s

English (LSJ)

ές, Phoenicianborn, E.Fr.472 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1296] ές, von phönicischem Geschlechte, Eur. frg. Cret. 2.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που γεννή.-θηκε στη Φοινίκη ή αυτός που κατάγεται από το γένος τών Φοινίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος «ο κάτοικος της Φοινίκης» + -γενής (< γένος
< γίγνομαι), πρβλ. Θηβαιγενής].