φαυλουργός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακός]] [[τεχνίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαῦλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), | |mltxt=-όν, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακός]] [[τεχνίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαῦλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ἱερουργός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 10 May 2023
English (LSJ)
όν, working ill, Ar.Fr.882: cf. φλαυρουργός.
German (Pape)
[Seite 1259] όν, schlechte, geringe Arbeit machend, schlechter Arbeiter, Schol. Soph. Phil. 31.
Russian (Dvoretsky)
φαυλουργός: ὁ бракодел Arph.
Greek (Liddell-Scott)
φαυλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὰ φαῦλα ἐργαζόμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 698· πρβλ. φλαυρουργός.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
μσν.
αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις
αρχ.
κακός τεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἱερουργός].