ὀρείκτιτος: Difference between revisions
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (pape replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρείκτιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί στα όρη, [[βουνήσιος]], [[ορεινός]] («[[ὀρείκτιτος]] σῡς». <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), | |mltxt=[[ὀρείκτιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί στα όρη, [[βουνήσιος]], [[ορεινός]] («[[ὀρείκτιτος]] σῡς». <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), [[πρβλ]]. [[θεόκτιτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:10, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.
English (Slater)
ὀρείκτιτος mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.
Greek Monolingual
ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινός («ὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεόκτιτος].
Russian (Dvoretsky)
ὀρείκτῐτος: Pind. v.l. = ὀρικτίτης.