Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀστρακόδερμος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀστρακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]] ή [[περίβλημα]] από όστρακο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι οστρακόδερμοι</i><br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένη [[ομάδα]] μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων του παλαιοζωικού αιώνα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οστρακόδερμα</i><br /><b>ζωολ.</b> όρος, μη [[ταξινομικός]], που παλαιότερα δήλωνε όλα τα ζώα τα οποία φέρουν όστρακο, προστατευτικό [[κέλυφος]], όπως [[είναι]] τα [[μαλάκια]], τα καρκινοειδή, οι χελώνες, τα νωδά κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]] για αβγά) αυτός που έχει σκληρό [[κέλυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ερυθρό</i>-<i>δερμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀστρακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]] ή [[περίβλημα]] από όστρακο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι οστρακόδερμοι</i><br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένη [[ομάδα]] μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων του παλαιοζωικού αιώνα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οστρακόδερμα</i><br /><b>ζωολ.</b> όρος, μη [[ταξινομικός]], που παλαιότερα δήλωνε όλα τα ζώα τα οποία φέρουν όστρακο, προστατευτικό [[κέλυφος]], όπως [[είναι]] τα [[μαλάκια]], τα καρκινοειδή, οι χελώνες, τα νωδά κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]] για αβγά) αυτός που έχει σκληρό [[κέλυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]]), [[πρβλ]]. [[ερυθρόδερμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστρᾰκόδερμος:''' -ον ([[δέρμα]]), αυτός που έχει [[κέλυφος]] σαν [[κομμάτι]] από [[κεραμίδι]], που έχει σκληρό [[κέλυφος]], σε Βατραχομ.
|lsmtext='''ὀστρᾰκόδερμος:''' -ον ([[δέρμα]]), αυτός που έχει [[κέλυφος]] σαν [[κομμάτι]] από [[κεραμίδι]], που έχει σκληρό [[κέλυφος]], σε Βατραχομ.
}}
}}

Revision as of 12:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκόδερμος Medium diacritics: ὀστρακόδερμος Low diacritics: οστρακόδερμος Capitals: ΟΣΤΡΑΚΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: ostrakódermos Transliteration B: ostrakodermos Transliteration C: ostrakodermos Beta Code: o)strako/dermos

English (LSJ)

ον, with a shell like a potsherd, hard-shelled, καρκίνοι Batr.295; ὀστρακόδερμα ζῷα = testaceans or molluscs (excl. cuttlefishes), opp. μαλακόστρακα, Arist.HA523b9, cf. 590a19, Thphr.HP4.6.8, Ath.3.89f, Jul.Or.6.193b; also of certain crabs, Arist.HA601a18; of eggs, ib.489b14.

German (Pape)

[Seite 400] mit harter Schaale, bes. von Schaalthieren; Batrach. 296; Arist. H. A. 1, 6 u. A.; νῶτον, mit harter Schaale, Ath. VII, 317 aus Arist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une écaille en guise de peau.
Étymologie: ὄστρακον, δέρμα.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκόδερμος:
1 твердокожий, черепокожий (καρκίνοι Batr.);
2 покрытый раковиной (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἢ περίβλημα σκληρὸν ὡς ὄστρακον, καρκίνοι Βατραχομυομ. 297· ἀντίθ. τῷ μαλακόστρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 11· ἐπὶ ᾠῶν, αὐτόθι 1. 65, 5· ― ὀστρακόδερμα, τά, ὡς τὸ ὀστρακηρά, ζῷα ἔχοντα περίβλημα σκληρὸν ὡς ὄστρακον, ἴδε ἐν λ. μαλάκια, τά.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀστρακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα ή περίβλημα από όστρακο
νεοελλ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οστρακόδερμοι
(παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων του παλαιοζωικού αιώνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακόδερμα
ζωολ. όρος, μη ταξινομικός, που παλαιότερα δήλωνε όλα τα ζώα τα οποία φέρουν όστρακο, προστατευτικό κέλυφος, όπως είναι τα μαλάκια, τα καρκινοειδή, οι χελώνες, τα νωδά κ.ά.
αρχ.
(ιδίως για αβγά) αυτός που έχει σκληρό κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. ερυθρόδερμος].

Greek Monotonic

ὀστρᾰκόδερμος: -ον (δέρμα), αυτός που έχει κέλυφος σαν κομμάτι από κεραμίδι, που έχει σκληρό κέλυφος, σε Βατραχομ.