ὑαλουργός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑαλουργός]], ΝΑ, και ὑελουργός Α<br />ο [[παρασκευαστής]] γυαλιού ή [[κατασκευαστής]] γυάλινων αντικειμένων, [[υαλοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), | |mltxt=ο / [[ὑαλουργός]], ΝΑ, και ὑελουργός Α<br />ο [[παρασκευαστής]] γυαλιού ή [[κατασκευαστής]] γυάλινων αντικειμένων, [[υαλοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ξυλουργός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ὁ, glass-worker, Str.16.2.25, PTeb.278.20 (i A. D.), Gloss.; ὑελ-, PGot.7.4 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1168] ὁ, Glasarbeiter, Strab. 16, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758.
Greek Monolingual
ο / ὑαλουργός, ΝΑ, και ὑελουργός Α
ο παρασκευαστής γυαλιού ή κατασκευαστής γυάλινων αντικειμένων, υαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].