ἱερόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερόδρομος]], ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες<br /><b>2.</b> (για [[πηγή]]) αυτή που τρέχει ως [[ιερό]] [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(-<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αμφίδρομος]], [[υψίδρομος]]).
|mltxt=[[ἱερόδρομος]], ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες<br /><b>2.</b> (για [[πηγή]]) αυτή που τρέχει ως [[ιερό]] [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(-<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αμφίδρομος]], [[υψίδρομος]]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόδρομος Medium diacritics: ἱερόδρομος Low diacritics: ιερόδρομος Capitals: ΙΕΡΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hieródromos Transliteration B: hierodromos Transliteration C: ierodromos Beta Code: i(ero/dromos

English (LSJ)

ον, flowing in a sacred stream, ὕδωρ Epigr.Gr.835b4 (Berytus): poet. ἱρό-, running in sacred races, Philox. 15.

Greek Monolingual

ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)
1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες
2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(-ο) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφίδρομος, υψίδρομος].