εὐρυπέδιλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυπέδιλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐρυπέδιλος]] [[ὁπλή]]» — πλατιά [[οπλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πέδιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδιλον]]), [[πρβλ]]. [[καλλιπέδιλος]], [[χρυσοπέδιλος]]).
|mltxt=[[εὐρυπέδιλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐρυπέδιλος]] [[ὁπλή]]» — πλατιά [[οπλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πέδιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδιλον]]), [[πρβλ]]. [[καλλιπέδιλος]], [[χρυσοπέδιλος]]].
}}
}}

Revision as of 13:23, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠπέδῑλος Medium diacritics: εὐρυπέδιλος Low diacritics: ευρυπέδιλος Capitals: ΕΥΡΥΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: eurypédilos Transliteration B: eurypedilos Transliteration C: evrypedilos Beta Code: eu)rupe/dilos

English (LSJ)

ον, broad-sandalled: broad, ὁπλή Opp.C.1.288.

German (Pape)

[Seite 1095] breitschuhig, ὁπλή, breiter Huf, Opp. C. 1, 288.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυπέδῑλος: -ον, ἔχων εὐρέα πέδιλα, εὐρύς, ὁπλὴ Ὀππ. Κυν. 1. 288.

Greek Monolingual

εὐρυπέδιλος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους»)
2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» — πλατιά οπλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλιπέδιλος, χρυσοπέδιλος].