κράντωρ: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κράντωρ:''' ορος ὁ властитель, повелитель (χθονός Eur.; Ἠμαθίας Anth.). | |elrutext='''κράντωρ:''' ορος ὁ [[властитель]], [[повелитель]] (χθονός Eur.; Ἠμαθίας Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:08, 11 May 2023
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = κραντήρ, κ. ἐλευθερίας Epigr. ap. Paus.8.52.6. II ruler, sovereign, E.Andr.508 (lyr.), AP6.116 (Samos).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράντωρ -ορος, ὁ [κραίνω] heer, heerser.
German (Pape)
ορος, ὁ, = κραντήρ, Herrscher; χθονός Eur. Andr. 508; Apollnds. 14 (IX.281).
Russian (Dvoretsky)
κράντωρ: ορος ὁ властитель, повелитель (χθονός Eur.; Ἠμαθίας Anth.).
Greek Monolingual
κράντωρ, -ορος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που φέρει κάτι εις πέρας
2. κυβερνήτης, ηγεμόνας («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», Ευρ.).
Greek Monotonic
κράντωρ: -ορος, ὁ = κραντήρ, σε Ευρ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κράντωρ: -ορος, ὁ, = κραντήρ, κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. κυβερνήτης, βασιλεύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.