ἀλετός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀλετός:''' и [[ἄλετος]] (ᾰ) ὁ размол, помол Plut. | |elrutext='''ἀλετός:''' и [[ἄλετος]] (ᾰ) ὁ [[размол]], [[помол]] Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:15, 11 May 2023
English (LSJ)
ὁ, grinding, Plu.Ant.45; cf. ἀλητός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἄλετος Plu.2.289f, Hsch.
1 molienda Trypho Fr.113, Plu.Ant.45, l.c., Eust.Op.164.10, 260.36.
2 plu. cascabillo, residuo glos. a εἰαί Hsch.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de moudre.
Étymologie: ἀλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
ἀλετός: и ἄλετος (ᾰ) ὁ размол, помол Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλετός: ὁ, τὸ ἀλέθειν, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀλέθειν, Πλουτ. Ἀντων. 45˙ πρβλ. ἀλητός. ΙΙ. τὸ ἀλεσθὲν πρᾶγμα, ἄλευρον, Εὐστ. Πονημ. 260. 35, κτλ.
Greek Monolingual
ἀλετός, ο (Α) ἀλῶ
1. το άλεσμα, η άλεση
2. το προϊόν του αλέσματος, το αλεύρι.
Greek Monotonic
ἀλετός: ὁ (ἀλέω), άλεσμα, σε Πλούτ.· πρβλ. ἀλητός.