μελίκηρα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελίκηρα:''' (ῐ) ἡ сотовидная икра пурпурной улитки Arst.
|elrutext='''μελίκηρα:''' (ῐ) ἡ [[сотовидная икра пурпурной улитки]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:45, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίκηρᾰ Medium diacritics: μελίκηρα Low diacritics: μελίκηρα Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΑ
Transliteration A: melíkēra Transliteration B: melikēra Transliteration C: melikira Beta Code: meli/khra

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, A spawn of the murex, as being like a honeycomb, Arist. HA546b19. 2 gloss on κοπρίων (v.l. for κηρίων), Gal.19.113. II = μελικηρίς II, Pherecr.25.

German (Pape)

[Seite 123] ἡ, die Eier od. die Brut der Purpurschnecken, von der Gestalt, da sie den κηρίοις der Bienen ähnlich sind, Arist. H. A. 5, 15, ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν, wie Bekker schreibt u. jetzt auch Ath. III, 88 c steht; v.l. μελικήραν, auch τὰ μελίκηρα. S. μελίκηρον. Ein Honigkuchen, Phereer. bei Ath. XIV, 648 b.

Russian (Dvoretsky)

μελίκηρα: (ῐ) ἡ сотовидная икра пурпурной улитки Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μελίκηρᾰ: ἡ, τὰ ᾠὰ τῆς πορφύρας ὁμοιάζοντα πρὸς κηρήθραν, αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταὐτὸ ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν· τοῦτό δέ ἐστιν οἷον κηρίον, πλὴν οὐχὶ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ ὥσπερ ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἐρεβίνθων πολλὰ συμπαγείη Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 5. 15, 1 (ἐντεῦθεν κηριάζειν ἐλέγετο τὸ γεννᾶν τοιαῦτα ᾠά, αὐτόθι)· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 346. ΙΙ. = μελῐκηρὶς ΙΙ, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 7, ἔνθα ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

μελίκηρα, ἡ (Α)
1. τα αβγά της πορφύρας, τα οποία μοιάζουν με κηρήθρα («αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταυτὸ ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν», Αριστοτ.)
2. μελόπιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός.